Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νάντια (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νάντια
Εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του 1981
ΣυγγραφέαςΑντρέ Μπρετόν
ΤίτλοςNadja
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης25  Μαΐου 1928
Πολιτιστικό κίνημαυπερρεαλισμός
Μορφήμυθιστόρημα
ΘέμαLéona Delcourt
ΤόποςΠαρίσι
ΒραβείαΤα 100 βιβλία του Αιώνα
LC ClassOL16071588W[1] και OL7875203M
Πρώτη έκδοσηGrove Press

Η Νάντια (γαλλικός τίτλος: Nadja) είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Αντρέ Μπρετόν, δημοσιεύτηκε το 1928, αναθεωρήθηκε και διορθώθηκε από τον συγγραφέα το 1963. Θεωρείται ένα από τα εμβληματικά έργα του γαλλικού σουρεαλιστικού κινήματος. Είναι αυτοβιογραφική αφήγηση και αναφέρεται στη σύντομη σχέση του συγγραφέα με μια νεαρή γυναίκα, τη Νάντια, που τον γοήτευσε. Στην πραγματικότητα, τον Οκτώβριο του 1926, ο Μπρετόν είχε μια γνωριμία με τη Λεονά Ντελκούρ για δέκα «σουρεαλιστικές» ημέρες και αντάλλαξε μια σειρά από γράμματα και σχέδια μαζί της τους επόμενους τέσσερις μήνες, έως τον Μάρτιο του 1927.[2]

Το έργο αποτελείται από τρία μέρη και από σαράντα οκτώ φωτογραφίες, που αναπαριστούν μέρη, ανθρώπους ή αντικείμενα που αναφέρονται στην ιστορία. Το 1999 κατατάχθηκε στην 50ή θέση στον κατάλογο των 100 βιβλίων του αιώνα της εφημερίδας Le Monde.

Το έργο αποτελείται από τρία μέρη.

Το πρώτο μέρος ανοίγει με την ερώτηση «Ποιος είμαι;» Η μέθοδος έρευνας του Μπρετόν δεν αποτελείται από ενδοσκόπηση ή ψυχολογική ανάλυση, αλλά την αναφορά περιστατικών, φαινομενικά ασήμαντων εντυπώσεων, «μικρών γεγονότων» των οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι ανήκουν στη ζωή, όχι στη λογοτεχνία. Πιστεύει ότι αυτά τα γεγονότα λένε περισσότερα για τα άτομα παρά μακροσκελείς μαρτυρίες ή σχόλια, στρεφόμενος κατά της ψευδαίσθησης των μυθιστοριογράφων που πιστεύουν ότι μπορούν να δημιουργήσουν χαρακτήρες διαφορετικούς από τον εαυτό τους ή από άλλα πραγματικά πρόσωπα.

Το δεύτερο μέρος είναι η διήγηση της γνωριμίας του Μπρετόν με τη Νάντια που αρχίζει στις 4 Οκτωβρίου 1926 και τελειώνει στις 13.

Ο Αντρέ Μπρετόν το 1927

Το 1926 ο Αντρέ Μπρετόν ήταν 30 ετών και του άρεσε να περιπλανιέται στο Παρίσι. Ένα απόγευμα του Οκτωβρίου, συναντά μια μυστηριώδη γυναίκα, τη Νάντια, που γυρίζει στους δρόμους του Παρισιού άσκοπα, το όνομά της δεν είναι το πραγματικό. Εξηγεί ότι το επέλεξε η ίδια γιατί «Νάντια, στα ρωσικά είναι η αρχή της λέξης ελπίδα». Είναι μια γυναίκα με ασταθή ψυχική ισορροπία που φαίνεται να ζει έξω από την πραγματικότητα, ζει φτωχικά σε φθηνό ξενοδοχείο και επιβιώνει κάνοντας διάφορες περιστασιακές δουλειές.

Ο συγγραφέας γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι η Νάντια περιβάλλεται από μια παράξενη δύναμη γοητείας που την κάνει ακαταμάχητη. [3]Στα μάτια του, γίνεται ένα είδος συμβόλου γι' αυτό που φαντάζεται ως σουρεαλισμό, είναι ένα ερωτικό σύμβολο που απειλεί να γίνει τρελός έρωτας. Είναι σύμβολο της εξύμνησης της ζωής και διαθέτει ταυτόχρονα οραματικές ικανότητες, όπως ξεκαθαρίζει μια σειρά από «αντικειμενικές συμπτώσεις». Αυτό το ον, που φαίνεται να είναι υπερφυσικό, βρίσκεται σε μια παράδοξη κατάσταση. Ενώ είναι ερωτικό σύμβολο, στην πραγματικότητα είναι πολύ μοναχική. Υπονοείται επίσης ότι εκπορνευόταν μερικές φορές όταν πρωτοήλθε στο Παρίσι. Η σχέση τους απέκτησε ένα βάθος πέρα ​​από τα όρια του συνειδητού ορθολογισμού, της λογικής εγρήγορσης και των λογικών λειτουργιών της καθημερινότητας. Σε όλο το βιβλίο, ο Αντρέ Μπρετόν παραμένει στο ρόλο του παρατηρητή που αντιμετωπίζει τη Νάντια και διατηρεί την αντικειμενικότητά του, ενώ επίσης αγωνίζεται να μην πέσει στην τρέλα στην οποία φαίνεται να παρασύρεται.

Λίγους μήνες μετά τη διακοπή της επικοινωνίας τους, ο Μπρετόν έμαθε ότι η Νάντια κατέληξε σε ψυχιατρικό ίδρυμα, ένα τέλος εντελώς αντίθετο με το όνομα που είχε δώσει στον εαυτό της. Ο Μπρετόν εξαπολύει δριμύτατο κατηγορητήριο κατά της ψυχιατρικής και των πρακτικών της μετά την εισαγωγή της νεαρής στο ψυχιατρείο, [4]γεγονός που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων εκ μέρους της ψυχιατρικής κοινότητας. Άλλωστε, για τον Μπρετόν η Νάντια δεν ήταν ψυχοπαθής αλλά «εμπνευσμένη», απελευθερωμένη από τις κοινωνικές συμβάσεις και τις έγνοιες των κοινών ανθρώπων. Οι παραξενιές της και οι ψευδαισθητικές φαντασιώσεις δεν τον ανησυχούσαν:

«Διάβαζα τα γράμματά της με το μάτι που διαβάζω κάθε είδους ποιητικά κείμενα, καθόλου δεν μπορούσαν να παρουσιάσουν για μένα τίποτα το ανησυχητικό. Η πασίγνωστη απουσία ορίων ανάμεσα στη μη τρέλα και στην τρέλα δεν με κάνει να προσδώσω διαφορετική αξία στις αντιλήψεις και στις ιδέες που είναι το αποτέλεσμα της μιας ή της άλλης». [5]

Στο τρίτο μέρος, το υπόλοιπο τέταρτο του κειμένου, ο Μπρετόν αποστασιοποιείται από τη σωματική μορφή της Νάντιας και στοχάζεται πάνω στην απουσία της, τόσο πολύ που αναρωτιέται κανείς αν η απουσία της του προσφέρει μεγαλύτερη έμπνευση από την παρουσία της. Η απουσία της επιτρέπει να ζει ελεύθερα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο του συγγραφέα, φαινομενικά αχαλίνωτη, διατηρώντας τον παράδοξο ρόλο της τόσο ως παρούσα όσο και ως απούσα. Έτσι, εφαρμόζει τη θεωρία του για τον Σουρεαλισμό, που βασίζεται στην ονειροπόληση της εμπειρίας της πραγματικότητας μέσα στην ίδια την πραγματικότητα.

Η Νάντια είχε ζητήσει από τον Αντρέ Μπρετόν να της αφιερώσει ένα βιβλίο για να μείνει ένα ίχνος της, σαν να είχε προβλέψει την τραγική έκβαση της ζωής της. [6]Το βιβλίο που έγραψε τότε ο Μπρετόν είναι πολύ περίπλοκο: ο συγγραφέας σκόπιμα παραλείπει την ψυχολογική ανάλυση και την περιγραφική πεζογραφία και αντ' αυτών προσθέτει εικονογραφήσεις που δείχνουν μέρη που επισκέφθηκαν κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών τους στις λεωφόρους του Παρισιού, άτομα που συναντήθηκαν ή αναφέρθηκαν, πίνακες ή σχέδια από σουρεαλιστές φίλους, σχέδια της Νάντιας. Όλα αυτά γίνονται ένα είδος παράλληλης ιστορίας που επικοινωνεί με το κείμενο του βιβλίου και μερικές φορές οι εικόνες τονίζουν ορισμένες φράσεις του κειμένου και αποσκοπούν στο να αντικαταστήσουν την περιγραφή (οι φωτογραφίες συχνά υποτιτλίζονται με ένα απόσπασμα κατά λέξη).[7]

Το μυθιστόρημα τελειώνει με έναν ορισμό της ομορφιάς που έγινε διάσημος: «Η ομορφιά θα είναι σπασμωδική ή δεν θα είναι» που ενέπνευσε το κονσέρτο για φλάουτο του Πιερ Μπουλέζ ...explosante-fixe.....[8]

Μεταφράσεις στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Νάντια, μετάφραση: Στέφανος Ν. Κουμανούδης, εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, 1981, με πρόλογο του Νάνου Βαλαωρίτη.[7]
  1. archive.org/details/nadja00bret. Ανακτήθηκε στις 20  Απριλίου 2019.
  2. . «bacfrancais.com/bac_francais/resume-andre-breton-nadja». 
  3. . «goodreads.com/book/Nadja». 
  4. Η καταγγελία της ψυχιατρικής και των πρακτικών της και ο εγκωμιασμός της τρέλας είχε αρχίσει από τους Σουρεαλιστές ήδη από το 1924 με το Μανιφέστο του σουρεαλισμού
  5. . «belopoulos.blogspot.com/2021/04/Η καταγγελία της ψυχιατρικής στη "Νάντια" του Αντρέ Μπρετόν». 
  6. Πέθανε στο ψυχιατρικό άσυλο το 1941, σε ηλικία 39 χρόνων, πιθανώς από την πείνα της κατοχής.
  7. 7,0 7,1 . «lifo.gr/blogs/almanacΤο χειρόγραφο της Nadja του André Breton ξαναβγαίνει στην επιφάνεια». 
  8. . . «babelio.com/livres/Breton-Nadja».